- ανέτοιμος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν είναι έτοιμος, απροετοίμαστος: Ήμουνα ανέτοιμος να αντιμετωπίσω μια τέτοια κατάσταση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνέτοιμος — unready masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέτοιμος — η, ο (Α ἀνέτοιμος, ον) αυτός που δεν είναι έτοιμος, απροπαρασκεύαστος, απροετοίμαστος 2. αυτός που δεν τελείωσε, δεν συντελέστηκε, ακάμωτος αρχ. ανέφικτος, ακατόρθωτος … Dictionary of Greek
ἀνετοιμότερον — ἀνέτοιμος unready adverbial comp ἀνέτοιμος unready masc acc comp sg ἀνέτοιμος unready neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνετοιμότατον — ἀνέτοιμος unready masc acc superl sg ἀνέτοιμος unready neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνετοίμως — ἀνέτοιμος unready adverbial ἀνέτοιμος unready masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέτοιμον — ἀνέτοιμος unready masc/fem acc sg ἀνέτοιμος unready neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνετοίμοις — ἀνέτοιμος unready masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνετοίμου — ἀνέτοιμος unready masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνετοίμους — ἀνέτοιμος unready masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνετοίμων — ἀνέτοιμος unready masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)